- ορειβατώ
- (Α ὀρειβατῶ, -έω) [ορειβάτης]νεοελλ.εκτελώ αναβάσεις στα όρη, είμαι ορειβάτηςαρχ.1. διαβαίνω τα όρη («καὶ τραχύτητας ἀπίστους ὀρειβατεῑν εἰωθότες», Διόδ.)2. περιπλανιέμαι στα όρη, βαδίζω στα όρη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρειβατῶ — ὀρειβατέω traverse mountains pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀρειβατέω traverse mountains pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)